ἰσῆλιξ

ἰσῆλιξ
ἰσ-ῆλιξ, ῐκος, , ,
A of the same age with, τινι X.Smp.8.1, Com.Adesp.874: c. gen.,

ἰ. χρόνος κόσμου Ph.1.6

: abs., Id.2.303.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ισήλιξ — ἱσῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Α) ίσος κατά την ηλικία με κάποιον άλλο, συνομήλικος («δαίμονος μεγάλου... ἰσήλικος τοῑς ἀειγενέσι θεοῑς», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἧλιξ «συνομήλικος (πρβλ. ομ ῆλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • ἰσῆλιξ — of the same age with masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

  • ισήβας — ἰσήβας, ὁ (Α) ισήλιξ*, συνομήλικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ἥβη] …   Dictionary of Greek

  • ԶՈՒԳԱՀԱՍԱԿ — (ի, աց.) NBH 1 0747 Chronological Sequence: 6c, 14c ա. ἱσῆλιξ aetate par Համահասակ. հաւասար տիօք եւ այլովք իրօք. ... *Զօրութեամբ եւ հասակաւ զանազանք ... Ժամանակաւ ամուսինք (համասնունդք) եւ զուգահասակք: Զուգահասակ են՝ որ շուրջ զաստուծովն են… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ἰσηλίκων — ἰσήλικος equal in magnitude fem gen pl ἰσήλικος equal in magnitude masc/neut gen pl ἰση̱λίκων , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικα — ἰσήλικος equal in magnitude neut nom/voc/acc pl ἰσή̱λικα , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικας — ἰσή̱λικας , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικες — ἰσή̱λικες , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσήλικος — equal in magnitude masc nom sg ἰσή̱λικος , ἰσῆλιξ of the same age with masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”